Erick Green σε ακτίνες Χ


Όταν ήταν μικρός και έπαιζε στο παιδικό πρωτάθλημα, οι πατεράδες των άλλων παιδιών πήγαιναν στον προπονητή του και του έλεγαν να τον βγάλει έξω για να έχει λίγο ενδιαφέρον το ματς.
Ο μικρός Έρικ Γκριν έκανε ό,τι ήθελε αλλά βρήκε τον αυστηρότερo του κριτή μέσα στην ίδια του την οικογένεια.
Η μητέρα του Ταμάρα Γκριν (έπαιξε μπάσκετ σε κολεγιακό επίπεδο στο Howard, εκεί έπαιξε football και ο πατέρας του Erick Sr.), τον έβαλε κάτω και του τα έψαλλε ένα χεράκι.

Για να είσαι σωστός παίχτης δεν αρκεί να σκοράρεις. 
Πρέπει να κάνεις χαρούμενα και τα άλλα παιδάκια, πρέπει να έχεις ευτυχισμένους και τους συμπαίχτες σου.

"It's amazing how much she knows about basketball" έλεγε ο Έρικ για εκείνη σε συνέντευξή του πίσω στο 2011.  
Αυτή ήταν ο πρώτος του προπονητής, ο άνθρωπος που του έμαθε τι είναι μπάσκετ.

Γεννημένος στην Καλιφόρνια (ο μεγαλύτερος από πέντε αδέρφια) αλλά μεγαλωμένος στη Βιρτζίνια, ξεκίνησε από εκεί που μεγάλωσε τα πρώτα του μπασκετικά βήματα.
Πήγε στο Millbrook High School για τρία χρόνια, μεταπήδησε στο Paul VI High School στην τελευταία του χρονιά (16.8 πόντους σαν senior), και στα δύο κέρδισε δειλά-δειλά τις πρώτες του ατομικές διακρίσεις.
Συνέχισε κολεγιακά στο Virginia Tech και τα πράγματα δεν ξεκίνησαν το ίδιο όμορφα.
Οι 2.6 πόντοι μ.ο με 29% FG. στην freshman χρονιά του χτύπησαν τα πρώτα καμπανάκια.

"That turned me into a gym rat" έλεγε λίγα χρόνια μετά ο ίδιος ο Γκριν που έριξε πολύ δουλειά μετά από το σοκ της πρώτης του χρονιάς.
Ανέβηκε στους 11.6 πόντους μ.ο σαν sophomore και στους 15.6 στη τρίτη του χρονιά αλλά και πάλι αυτό δεν ήταν αρκετό. 


Πριν μπει στον τελευταίο του χρόνο στο κολέγιο ο προπονητής του στο Virginia Tech Τζέιμς Τζόνσον του έβαλε ακόμα πιο δύσκολα.  
"Όταν γυρίσεις από τις διακοπές του καλοκαιριού, θέλω το The Gun να δείχνει 20.000 σουτς".

Ο Γκριν γύρισε με πολλά περισσότερα και ένα χρόνο μετά, σαν senior, είχε στην κατοχή του το βραβείο του πρώτου σκόρερ σε όλο το πρωτάθλημα (25 πόντοι μ.ο με career high 47%) όπως και εκείνο του καλύτερου παίχτη της Atlantic Conference πάνω από τους Σέιν Λάρκιν (το νέο απόκτημα της Λαμποράλ) και Μέισον Πλούμλι.

Η συνέχεια είναι γνωστή: νούμερο 46 στο ντραφτ του 2013 από τους Γιούτα Τζαζ, έγινε trade το ίδιο βράδυ στους Ντένβερ Νάγκετς.
Ήρθε στην Ευρώπη για τη Σιένα το 2013-14 και πέρασε τον επόμενο χρόνο στο Ντένβερ παίζοντας 43 παιχνίδια για τους Νάγκετς (3.1 πόντοι μ.ο).

Τον Νοέμβρη του 2015 κόπηκε για τα μάτια του Κώστα Παπανικολάου και έβγαλε τη χρονιά στο NBDL (με την εξαίρεση ενός 10ήμερου συμβολαίου με τους Τζαζ), στους Reno Bighorns.
Το τέλος της χρονιάς τον βρήκε μέλος της καλύτερης 5αδας του πρωταθλήματος όντας κατά κοινή ομολογία ένα από τα καλύτερα δύο-τρία πρόσπεκτς που έπαιξαν στο NBDL για τη σεζόν που μας πέρασε.
Ο Ολυμπιακός είναι ο επόμενος σταθμός, ο δεύτερος στην Ευρωπαϊκή του καριέρα.


Από το ξεκίνημα του ακόμα, το μεγαλύτερό του όπλο επιθετικά θεωρήθηκε το σουτ.
Μπορεί να σουτάρει με όλους τους τρόπους. 
Μέσα από σκρινς, στατικά, μετά από αριστερή τρίπλα, μετά από δεξιά, από το τρίποντο, από μέση απόσταση, από πιο μακριά.
Στα κολεγιακά του χρόνια συνήθιζε να τρέχει στο ανοιχτό γήπεδο, να πατάει φρένο (ή χειρόφρενο για τους παλιότερους που ξέρουν από Παναγιώτη Γιαννάκη) και να σουτάρει για τρεις ή λίγο πιο μέσα. 

Έβγαινε πολύ μέσα από σκρινς (double staggered κυρίως) για να εκτελέσει σε catch n shoot, κατάσταση στην οποία είναι εξαιρετικός.
Δεν έχει πρόβλημα να σουτάρει μετά από τρίπλα (αριστερά ή δεξιά), μπορεί να τιμωρήσει πολύ εύκολα flat άμυνες στο πικ εν ρολ και φυσικά, έχει πολύ καλά ποσοστά σαν spot shooter, στην πραγματικότητα όταν το σουτ είναι ανοιχτό τότε είναι σαν πέναλτι για τον Γκριν.


Και ενώ σαν σουτέρ είναι εξαιρετικός αυτό που είναι συζητήσιμο σε όλη του την καριέρα είναι το shot selection.
Για παράδειγμα, καλά τα fast break pull-ups αλλά γιατί όχι ένα εύκολο καλάθι στον αιφνιδιασμό;
Η απάντηση είναι ότι πριν τουλάχιστον δύο-τρία χρόνια ο Γκριν δεν ήταν τόσο καλός στο drive. 
Τα πατήματα του δεν ήταν τόσο γερά και το κορμί του ήταν αρκετά λεπτό για να απορροφήσει κραδασμούς.
Αυτό τον έκανε αναποτελεσματικό στα drives, διστακτικό κάποιες φορές να πάει μέχρι τέρμα. 
Το αποτέλεσμα είναι να αφήνει τη μπάλα - να ολοκληρώνει το drive, αρκετά μακριά από το καλάθι.
Το χειρότερο από όλα ήταν ότι επέλεγε να στηριχθεί στο σουτ του λίγο περισσότερο από ότι πρέπει.

Όσο περνάνε τα χρόνια όμως έχει δείξει σαφή βελτίωση σε αυτό το κομμάτι.
Το βασικότερο όλων είναι ότι μοιάζει καλύτερα γυμνασμένος από τότε, έχει προσθέσει όγκο και τα πατήματα του είναι πιο στιβαρά.
Προτιμά το αριστερό drive, όχι ότι δεν πάει και δεξιά, και εκμεταλλεύεται καλύτερα τα μεγάλα του άκρα.
Πλέον, συνεχίζει να θέλει να τελειώνει το fast break αλλά αυτό γίνεται αραιότερα με χειρόφρενο και σουτ, θα πάει στο drive περισσότερο.

Ταυτόχρονα έχει προσθέσει στο οπλοστάσιο του ένα πολύ απαλό και εύστοχο floater με το δεξί χέρι, όλα αυτά τον κάνουν να παίρνει περισσότερες επαφές - να κερδίζει περισσότερα φάουλ και να πηγαίνει συχνότερα στη γραμμή.
Μια ακόμα προσαρμογή προς την σωστή κατεύθυνση, αποτέλεσμα της αυξημένης αυτοπεποίθησης, είναι ότι δεν παίζει μόνο με σουτ πάνω στα closeouts. 
Πλέον θα τον δούμε να μην έχει πρόβλημα να τριπλάρει προς τα μέσα για να τελειώσει ή να βρει έξτρα πάσα.

Το ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι αν θα μπορέσει να έχει την ίδια συμπεριφορά στην Ευρώπη.
Γιατί ναι μεν είναι βελτιωμένος στο drive, αλλά εδώ θα βρει λιγότερους χώρους, η ρακέτα θα είναι πιο κλειστή και οι επίδοξοι μπλοκέρς θα είναι πιο προσηλωμένοι στο να του κόψουν τον δρόμο από ότι στο NBDL. 
Η απάντηση θα έρθει στα παρκέ όμως σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να συνεχίσει να είναι επιθετικός και να πηγαίνει περισσότερο προς το καλάθι.


Πολύ σημαντικό κομμάτι του παιχνιδιού του είναι το παιχνίδι ένας με έναν.
Μπορεί να τελειώσει με σουτ (τέτοιες φάσεις είναι κυρίως στο βίντεο) και με drive όμως αξίζει να σταθούμε σε τρία σημεία.

Πρώτα στην εξαιρετική του τρίπλα που του επιτρέπει να δημιουργεί απόσταση από τον αμυντικό όταν σουτάρει, ή να δημιουργεί ανοιχτό διάδρομο όταν πάει προς τα μέσα.
Δεύτερο, στο στυλ που σουτάρει το οποίο φτάνει αρκετά ψηλά και του επιτρέπει να σουτάρει πάνω από τον αμυνόμενο. Φυσικά βοηθάει και το πολύ καλό του άλμα στο jumpshot.
Και τρίτο, ότι έχει την ικανότητα να ευστοχεί με χέρια μπροστά του, ο Τζέιμς Τζόνσον εκτίμησε ότι τη τελευταία του χρονιά στο κολέγιο (αυτή με τους 25 πόντους και το 47%) σούταρε το 80 με 90% των προσπαθειών του μαρκαρισμένος.


 


Ας παραδεχτούμε ότι στο dna του έχει μέσα περισσότερο σκορ από ότι δημιουργία.
Άρα παρότι πέρασε όλη του τη ζωή και στις δύο θέσεις της περιφέρειας, είναι καλύτερος εκτελεστής παρά δημιουργός.

Έχει διάθεση σαν πασέρ, δεν είναι ο παίχτης που κατεβάζει το κεφάλι κάτω και πάει να παίξει μόνος του, αλλά σαφώς έχει και πράγματα να βελτιώσει.
Σαν ballhandler στο πικ εν ρολ προτιμά να παίζει με ασφάλεια, θα πασάρει περισσότερο στη weak side παρά στο βύθισμα του σκρίνερ. 
Δύσκολα θα ρισκάρει δύσκολες πάσες που θα χρειαστεί να περάσουν μέσα από πολλά χέρια άρα θα κάνει λίγα λάθη.
Νοιώθει άνετα παίζοντας πικ εν ποπ, μια εύκολη πάσα σε ένα stretch 4, αντίθετα θα διστάσει να πάει βαθιά στο καλάθι για split out, δεν είναι πολύ σίγουρος σε τέτοιες απόπειρες.
Συνολικά μιλάμε για έναν παίχτη με μέτριο court vision που όμως ξέρει πάνω-κάτω τις δυνατότητες του.
Μπορεί να τρέξει πικ εν ρολ αλλά οι επιλογές του είναι πολύ συγκεκριμένες, θα τρέξει μεν το play αλλά δεν είναι αυτός που από μόνος του θα δημιουργήσει ρήγματα με τις πάσες του.




Τα καλά νέα στην άμυνα είναι ότι μιλάμε για έναν παίχτη σε πολύ καλή ηλικία, με ταχύτητα και ενέργεια, με μακρύ κορμί και μακριά άκρα.
Αυτό άμεσα μεταφράζεται σε μια σχετικά καλή παρουσία σε άμυνα πάνω στη μπάλα σε ένας με έναν, είναι αρκετά γρήγορος για να μείνει μπροστά στον παίχτη του και να ακολουθήσει και στο σουτ απλώνοντας τα χέρια του.
Μακροπρόθεσμα αυτή η πρώτη ύλη μπορεί και να σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση που μπορεί να βελτιωθεί αμυντικά, πρέπει πάντα και η ομάδα να βάλει τις αρχές της με σαφήνεια.

Γιατί σαφώς ο Γκριν χρειάζεται δουλειά και κατεύθυνση αμυντικά.
Δεν του αρέσει η επαφή με συνέπεια να χάνεται στη πικ εν ρολ άμυνα. 
Στις μέρες του Virginia Tech συνηθίζει να περνάει κάτω από τα σκρινς (και να λουφάρει γενικότερα), όταν τα επόμενα χρόνια χρειάστηκε να σπάσει σκρινς και να απορροφήσει την επαφή με τον σκρίνερ έμοιαζε να μένει εύκολα εκτός φάσης.
Στις αμυντικές περιστροφές δείχνει αφηρημένος, δεν είναι ο παίχτης που θα καλύψει αποστάσεις και θα κλείσει passing lanes παρά τα μακριά χέρια του.
Θα πρέπει να ανεβάσει λίγο τα επίπεδα της αμυντικής του συγκέντρωσης όπως και να βελτιώσει το footwork του.



Η προσθήκη του Έρικ Γκριν είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα κίνηση για τον φετινό Ολυμπιακό.
Ένας παίχτης με μεγάλες δυνατότητες, με την πολυπόθητη Ευρωπαϊκή εμπειρία, με στοιχεία που έλειπαν από την ομάδα πέρσι. 
Παρόλα αυτά το hype της μεταγραφής ίσως ήταν λίγο μεγαλύτερο από ότι έπρεπε, ο Γκριν δεν παύει να είναι ένας παίχτης που δεν κατάφερε να στεριώσει στο ΝΒΑ, είχε μια μέτρια πρώτη Ευρωπαϊκή χρονιά και διέπρεψε κυρίως στο NBDL.

Κατά τη γνώμη μου ο Ολυμπιακός είδε σωστά τη δομή της περιφερειακής του στελέγχωσης φέτος, πιο σωστά από πέρσι τουλάχιστον.
Ο Ντάνιελ Χάκετ θα μπορούσε να πάρει περισσότερες εκτελεστικές και δημιουργικές αρμοδιότητες (πέρσι ειδικότερα) αλλά ο Γκριν είναι μια ένεση ποιότητας που είχε ανάγκη συνολικά η ομάδα.

Ο ίδιος ο Χάκετ νοιώθω ότι σε αυτή τη φάση της καριέρας του έχει προσαρμοστεί καλύτερα σε έναν ρόλο με λιγότερες πρωτοβουλίες (με καλύτερο efficiency από τα χρόνια της Σιένα όμως), με πάντα πολύ δυνατή άμυνα συν την απαραίτητη προσωπικότητα στις κρίσιμες στιγμές που την έχει έτσι ή αλλιώς.
Για παράδειγμα η εικόνα του στο φετινό Προλυμπιακό δίπλα σε ένα σωρό σκόρερς (Μπελινέλι, Μπαρνιάνι, Γκαλινάρι, Ντατόμε) ήταν πολύ πιο συμπαγής σε σχέση με την περσινή του παρουσία στο Ευρωμπάσκετ του 2015 με τη Σκουάντρα Ατζούρα.
Αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια της περσινής χρονιάς μετά από ένα αρχικό διάστημα που ψαχνόταν (και έμοιαζε πολύ στον Χάκετ του Ευρωμπάσκετ) κατάφερε να προσαρμοστεί σε πιο οικονομικό/ηγετικό ρόλο και να βοηθήσει αρκετά.

Το ζήτημα της ομαλής ένταξης του Γκριν στην πικ εν ρολ επίθεση αλλά και στην αμυντική φιλοσοφία του Ολυμπιακού είναι το κυρίως θέμα.
Ο Ολυμπιακός δεν είχε μέχρι τώρα πάει σε περιφερειακούς με κυρίως επιθετικά χαρακτηριστικά. 
Ο Κώστας Σλούκας γεννήθηκε με την ομάδα του 2011, δεν χρειάστηκε να προσαρμοστεί. Το πείραμα Γκετσεβίτσιους δεν προχώρησε.

Ο Έρικ Γκριν είναι διαφορετικός και από τους δύο.
Στις σχέσεις χρειάζεται προσπάθεια και από τις δύο πλευρές.
Ο Ολυμπιακός θα κερδίσει άμεσα έναν spot shooter που θα ανοίξει το γήπεδο και θα απλώσει την επίθεση αλλά αυτό δεν αρκεί.
Πρέπει να του δώσει ελευθερίες, η έφεση του Γκριν να φεύγει στο ανοιχτό γήπεδο δεν χωράει φρένα.
Οι ένας με έναν φάσεις του είναι έξτρα επιλογή που χρειαζόταν (όταν δεν μπορεί ο Μπιλ) αλλά για να υπάρξουν, θα πρέπει να έχει τη μπάλα στα χέρια με ότι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό στη δημιουργία.

Ο ίδιος ο Γκριν πρέπει να δει με περισσότερη λεπτομέρεια την αμυντική του επίδοση, μια ανάγκη που περισσότερο από Σφαιροπουλικό βίτσιο, είναι υπαρκτή για την όσο γίνεται μεγαλύτερη συνύπαρξη του με τον Βασίλη Σπανούλη.

Οι θετικές αναφορές για τον χαρακτήρα του και την έφεση που έχει για δουλειά είναι ένα πρώτο σημαντικό σημάδι ότι υπάρχουν καλές πιθανότητες να μας βγει.
Αρκεί και εμείς να ξέρουμε τι θέλουμε να κάνουμε.