Θέμα ισορροπίας



Δυσκολίες...
Αυτή πρέπει να ήταν η λέξη που σημάδεψε τις δημόσιες τοποθετήσεις του Γιώργου Μπαρτζώκα καθόλη τη διάρκεια της πρώτης του χρονιάς στον Ολυμπιακό. 
Είτε αναφερόταν στην πίεση που έφερνε στην ομάδα ο τίτλος του πρωταθλητή Ευρώπης, είτε μιλούσε για προβλήματα τραυματισμών και τoυς πολλούς αγώνες στο τοπ-16, ο προπονητής των ερυθρόλευκων δεν παρέλειπε να σχολιάσει το δύσκολο δρόμο που έπρεπε να διανύσει η ομάδα του. 


Η επιλογή αυτής της λέξης φανερώνει και την προσωπική του αντίληψη για το έργο που ανέλαβε το καλοκαίρι το 2012, όταν αντικατέστησε έναν προπονητή που μίλαγε για εύκολα ματς και τσαντιζόταν με το χαρακτηρισμό του αουτσάιντερ. 
Ακόμα και αν δεν είχε προηγηθεί εκείνο το βράδυ στην Πόλη, ο Μπαρτζώκας βρισκόταν αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη ευκαιρία της ζωής του. 
Επομένως έπρεπε να διαχειριστεί μια διαρκή πίεση, η οποία επιφανειακά αφορούσε μόνο τα αποτελέσματα. Άλλωστε το ρόστερ που κατέκτησε την Ευρώπη παρέμεινε άθικτο και, όπως θα σας πει οποιοσδήποτε γραφιάς χωρίς έμπνευση, η παραμονή στην κορυφή είναι δυσκολότερη από την κατάκτηση της.

Με βάση τα αποτελέσματα ο Μπαρτζώκας είναι απόλυτα επιτυχημένος. 
Ο Ολυμπιακός έγινε μόλις η τρίτη ομάδα στην ιστορία  με διαδοχικές κατακτήσεις του σημαντικότερου ευρωπαϊκού τίτλου. Δε χρειάζεται παραπάνω ανάλυση. 
Μόνο που όπως συνέβαινε πέρσι με τον Ντούντα, έτσι και φέτος η δουλειά ενός προπονητή δεν μπορεί να κριθεί μόνο βάσει αποτελεσμάτων. Ειδικά όταν μιλάμε για μια τόσο νεανική ομάδα, η οποία έπρεπε να συνεχίσει να εξελίσσεται και ταυτόχρονα να κάνει πρωταθλητισμό. 

Αυτός ο συνδυασμός αποτελούσε τη μεγαλύτερη δυσκολία αλλά και το σημαντικότερο κριτήριο για τη δουλειά του Μπαρτζώκα. 
H σούμα είναι θετική σε γενικές γραμμές  αλλά υπάρχουν κρίσιμα κομμάτια του παιχνιδιού όπου χρειάζεται βελτίωση. Κι αυτό γιατί ο Ολυμπιακός πέρα από τις δεδομένες δυσκολίες είχε και ορισμένα καθοριστικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, τα οποία δύσκολα θα διατηρηθούν στο άμεσο μέλλον. 

Το προηγούμενο καλοκαίρι ήταν ασυνήθιστο για τα δεδομένα της ευρωπαϊκής αγοράς. 
Από τις 8 καλύτερες ομάδες της Ευρωλίγκα το 2011/12, δύο (Ούνικς, Μπιιλμπάο) δεν επέστρεψαν στη διοργάνωση, τρεις (Σιένα, Παναθηναϊκός, ΤΣΣΚΑ) άλλαξαν προπονητή αλλά και το ρόστερ τους σε σημαντικό βαθμό, ενώ η Μακάμπι και η Μπαρτσελόνα έχασαν σημεία αναφοράς στο παιχνίδι τους, είτε στην περιφέρεια (Λάνγκφορντ, Μπλου) είτε στη ρακέτα  (Ν’Ντονγκ, Βάθκεθ).

Αυτές οι ανακατατάξεις επέτρεψαν στις ομάδες που διατήρησαν μια συνέχεια να κερδίσουν χρόνο - δεν είναι τυχαία η παρουσία της Ρεάλ στον τελικό του Λονδίνου, μετά την αποτυχία της στο τοπ-16 το 2012. 
Παρά την αλλαγή προπονητή, ο Ολυμπιακός είχε αυτό το προβάδισμα. 
Ο Μπαρτζώκας δε χρειαζόταν να ξεκινήσει από μηδενική βάση.  
Η χημεία της ομάδας του έδωσε τη δυνατότητα να δουλέψει σε συγκεκριμένα κομμάτια του παιχνιδιού χωρίς να αναζητά σημεία αναφοράς. 
Το πρόσημο αυτής της δουλειάς είναι θετικό στην επίθεση και αρνητικό στην άμυνα. 

Η επιθετική βελτίωση του Ολυμπιακού, που αντικατοπτρίζεται στην αύξηση των πόντων ανά κατοχή σε σχέση με το 2011/12, οφείλεται σε τρεις αλλήλενδετους παράγοντες: περισσότερα εύστοχα τρίποντα, λιγότερα λάθη, περισσότερες ασίστ. 
Όπως είχε δείξει και στην τελευταία του χρονιά στον Πανιώνιο, όταν οι κυανέρυθροι σούταραν πολλά τρίποντα με το δεύτερο καλύτερο ποσοστό στην Α1, ο Μπαρτζώκας ξέρει να δημιουργεί αποστάσεις, γωνίες πάσας και αμυντικές ανισορροπίες οι οποίες οδηγούν σε ποιοτικά περιφερειακά σουτ. 
Το διάβασμα των αμυντικών περιστροφών ήταν κατά κανόνα εξαιρετικό και η ομάδα είχε μάθει να ψάχνει την καλύτερη επιλογή. 

Ο αντίλογος είναι ότι η ομάδα έχασε μέρος της δύναμης της κοντά στο καλάθι, αφού τα ποσοστά της στα δίποντα εντός ρακέτας έπεσαν αρκετά και τα επιθετικά ριμπάουντ (ως ποσοστό των άστοχων σουτ) μειώθηκαν. 
Αυτή η εξέλιξη, όμως, είναι και θέμα παικτών. 
Ο Σπανούλης, για παράδειγμα, είδε τα ποσοστά του σε τέτοια σουτ να πέφτουν από το 65% στο 56% - ίσως μια ένδειξη ότι ο αρχηγός μεγαλώνει. 
Ο Πάουελ δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσει τον Ντόρσεϊ σε αυτή την περιοχή του γηπέδου. 
Και ούτως ή άλλως η επίθεση ήταν πιο παραγωγική φέτος. Ο τελικός του Λονδίνου, απέναντι στη δεύτερη καλύτερη άμυνα της διοργάνωσης, έδωσε πειστικές απαντήσεις επ’αυτού. 

Από την άλλη,ο Ολυμπιακός  σε εκείνο το ματς πέτυχε 19 πόντους στον αιφνιδιασμό. 
Το τρέξιμο είναι ένας καλός τρόπος για να αποκατασταθεί η ισορροπία μεταξύ ρακέτας (στο ανοιχτό γήπεδο) και περιφέρειας (στο μισό γήπεδο). Και φέτος η άμυνα δεν ήταν αρκετά καλή για να δίνει σταθερά ταχύτητα στην επίθεση. 
Ο Ολυμπιακός ανάγκαζε τους αντιπάλους του σε λιγότερα λάθη, έκλεβε λιγότερες μπάλες και μάζευε λιγότερα αμυντικά ριμπάουντ σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. 
Η πτώση σε αυτό το τρίπτυχο είναι σημαντικότερη από την άυξηση του παθητικού στην άμυνα. 
Πέρσι το άνοιγμα του ρυθμού κάλυπτε τις αδυναμίες στο μισό γήπεδο. Φέτος, η βελτίωση σε οργανωμενές επιθέσεις δεν υποστηρίχτηκε από ανάλογες ευκαιρίες για εύκολους πόντους στον αιφνιδιασμό.

Εκ πρώτης όψεως και εδώ τίθεται θέμα μονάδων: αποχώρηση Ντόρσεϊ και τραυματισμός Μάντζαρη, τα πράγματα, όμως είναι πιο περίπλοκα. 
Οι Κατσίβελης και Σερμαντίνι, παρά τις όποιες αδυναμίες τους, έδειξαν ικανοί να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος αυτού του κενού. Η περσινή ομάδα, στην κανονική περίοδο, με ένα σωρό νέους παίκτες και χωρίς τους Ντόρσεϊ-Λο, έπαιζε καλύτερη άμυνα - βάσει των πόντων ανά κατοχή - απ’ ό,τι η φετινή έκδοση καθόλη τη διάρκεια της χρονιάς. 
Και  πάνω απ’όλα, η αναποφασιστικότητα σχετικά με την ενδεδειγμένη αμυντική τακτική έβγαζε μάτι.  

To πρόβλημα δεν ήταν τόσο η κατάργηση των αλλαγών, η στροφή στα hegde out, ή άλλες επιμέρους τακτικές προσαρμογές που έχουν συζητηθεί αναλυτικά σε αυτό το μπλογκ. 
Το πρόβλημα ήταν ότι ο Μπαρτζώκας προσπάθησε να κόψει δρόμο. 
Αν παρακολουθήσετε τα φιλικά του περασμένου καλοκαιριού, θα δείτε πολλές από τις επιθετικές αρχές στις οποίες βασίστηκε ο Ολυμπιακός καθόλη τη διάρκεια της χρονιάς και μια τελείως διαφορετική αμυντική φιλοσοφία. 
Η ομάδα ξεκίνησε τη χρονιά βασιζόμενη στην περσινή άμυνα, η οποία ήταν ο βασικός λόγος για την επιστροφή της στην κορυφή. Παρότι δοκιμάστηκαν κάποιες μορφές δυναμικής εξόδου για την αντιμετώπιση των πικ εν ρολ, η λογική της άμυνας ‘δύο εναντίον δύο’ απέναντι σε σκριν πάνω στην μπάλα αποτελούσε τη βάση όσων δουλεύτηκαν στην προετοιμασία και εφαρμόστηκαν στα πρώτα ματς της περιόδου.

Μετά τα πρώτα άσχημα αποτελέσματα έγινε φανερό ότι ο Μπαρτζώκας δεν αισθανόταν άνετα με αυτή τη στρατηγική. 
Στις αλλαγές ψηλού-κοντού, η ρακέτα προστατευόταν έστω και στιγμιαία μόνο από έναν περιφερειακό και μάλιστα σε κατάσταση μις ματς. 
Η ελληνική σχολή προπονητών, όμως, δίνει προτεραιότητα στην επικράτηση κοντά στο καλάθι και ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους της δεν αισθανόταν άνετα με αυτή την εικόνα. 
Τα ίδια περίπου ισχύουν και για τη flat αντιμετώπιση, με τον ψηλό να περιμένει μέσα στη ρακέτα, ανάμεσα στο χειριστή και τον σκρίνερ, ο οποίος έχει διάδρομο προς το καλάθι (αν φυσικά περάσει η πάσα).

Κάπως έτσι ήρθαν τα hedge out, με τον ένα ψηλό να προσπαθεί να σταματήσει τον περιφερειακό μακριά από το καλάθι και τον δεύτερο να "τσεκάρει" τον σκρίνερ που ρόλαρε προς το καλάθι. 
Παράλληλα ο περιφερειακός της αδύνατης πλευράς συνέκλινε είτε προς τη ρακέτα, είτε προς το αντίπαλο τεσσάρι. 
Μετά από αυτές τις προσαρμογές, η άμυνα κοντά στο καλάθι βελτιώθηκε αρκετά, αφού οι πάσες προς τη ρακέτα έγιναν δύσκολη υπόθεση - θυμηθείτε τον ημιτελικό με την ΤΣΣΚΑ. Από την άλλη, αυτή η αυξημένη προστασία πληρώθηκε είτε με ελεύθερα τρίποντα - ο Ολυμπιακός στις ευρωπαϊκές ήττες του επέτρεπε στους αντιπάλους να σουτάρουν με 39% από τα 6,75 - είτε με χαμένα ριμπάουντ, αφού τα μπλοκ άουτ εν μέσω περιστροφών δε λειτουργούσαν εξίσου καλά, είτε με λιγότερη πίεση στην μπάλα, αφού οι παίκτες έψαχναν τις θέσεις τους, αντί να προσπαθούν να βγάλουν τους αντιπάλους τους από τις δικές του. 
Τα δύο ματς των πλέι οφ με την Εφές στην Πόλη αλλά και οι τελικοί του πρωταθλήματος ανέδειξαν όλα αυτά τα προβλήματα. 

Η εσπευσμένη επιστροφή στις αλλαγές στο δεύτερο τελικό του πρωταθλήματος αποτέλεσε μια έμμεση παραδοχή από τον κόουτς ότι η εγκατάλειψη του πλέον βασικού κομματιού της περσινής αμυντικής φιλοσοφίας - αντί του εμπλουτισμού της με περισσότερες επιλογές - ήταν ένα λάθος. 
Ο Ολυμπιακός ήταν υποχρεωμένος να ρισκάρει περισσότερο απ’όσο έπρεπε στο περιφερειακό σουτ και όχι πάντα από επιλογή. 
Από την άλλη, η προβληματική λειτουργία των αλλαγών στα δύο τελευταία ματς της χρονιάς αποτέλεσαν μια υπενθύμιση ότι δεν υπάρχει λάθος και σωστή άμυνα. 
Αυτό που μετράει είναι η δουλειά που έχει γίνει για την εφαρμογή της όποιας τακτικής. Πλέον είναι προφανές ότι στην περίπτωση του Ολυμπιακού αυτή η δουλειά ήταν ανεπαρκής. 

Όλα αυτά δε σημαίνουν ότι ο Ολυμπιακός ήταν μια κακή αμυντική ομάδα. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι το βασικό λάθος του Μπαρτζώκα ήταν η επιμονή του στον Πάουελ, ειδικά όταν έπαιζε δίπλα στον Πρίντεζη - η δεύτερη χειρότερη πεντάδα του Ολυμπιακού βάσει των πόντων υπέρ και κατά, ήταν αυτή που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στα ευρωπαϊκά ματς.  
Ή ότι ο Σερμαντίνι άξιζε τη στήριξη που δόθηκε στον Αμερικανό. 
Επιπλέον η κατάληξη των τελικών συνδέεται και με πολλούς άλλους παράγοντες - τραυματισμοί, αστοχία, απουσία της διοίκησης κτλ. 

Παρόλα αυτά, οι συνέπειες αυτών των επιλογών δεν είναι ασφαλές κριτήριο για τη δουλειά του Μπαρτζώκα. 
Αυτό που μετράει πλέον είναι το μέλλον. Αν η ομάδα διατηρήσει τον κορμό της, ο κόουτς είναι υποχρεωμένος να δουλέψει από την αρχή σε ένα ξεκάθαρο αμυντικό πλάνο ώστε να ανατραπεί το φετινό πισωγύρισμα και αυτή η παρέα να συνεχίσει την πρόοδο της. 
Αν η διοίκηση αποφασίσει να πάει σε ένα νέο ξεκίνημα, ο Μπαρτζώκας θα κληθεί να κάνει ένα βήμα μπροστά. 
Η πίεση θα είναι ξανά εκεί, οι δυσκολίες ίσως αυξηθούν, αλλά το μόνο που έχει να αντιπαραθέσει είναι η ποιότητα της δουλειάς του. Αν αυτή αυξηθεί βάσει όσων έμαθε στην πρώτη του χρονιά στον Ολυμπιακό, τότε ίσως τα εύκολα ματς να είναι θέμα χρόνου.  


@rodhig7